- ὁμιλητικοῦ
- ὁμιλητικόςaffablemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που … Dictionary of Greek